-
1 υπόθεση
[-ις (-εως)] η1) предположение, допущение; гипотеза;υπόθεση κάνω — это моё предположение;
2) дело; вопрос;επείγουσα (δίκαια) υπόθεση — срочное (справедливое) дело;
δήμόσιες ( — или κοινωνικές) υπόθέσεις — общественные дела;
η ουσία της υπόθεσης — суть дела;
υπόθεση της ειρήνης — дело мира;
καταπιάνομαι με την υπόθεση — приниматься за дело;
ας έρθουμε στην υπόθεση — перейдём к делу;
αότό είναι άσχετο με την υπόθεση — это к делу не относится;
είναι άλλη υπόθεση — это другое дело, это другой вопрос;
αυτό είναι δική μου υπόθεση — это моё дело;
είναι προσωπική του υπόθεση — это его личное дело;
δεν ανακατεύομαι σ' αυτή την υπόθεση — мне нет до этого дела;
γιά ατομική υπόθεση — по личному делу;
αυτή η υπόθεση έγινε το χειμώνα — дело было зимой;
3) сюжет, тема;η υπόθεση τού μυθιστορήματος ανάγεται είς... — события, описанные в романе, относятся к...;
4) юр. дело;αστική (ποινική) υπόθεση — гражданское (уголовное) дело;
κερδίζω την υπόθεση — выиграть дело;
§ επί τή υπόθέσει — а) предположим, допустим; — б) например;
καθ' υπόθεσιν — предположительно, условно
-
2 δουλειά
η1) работа (в разн. знач); труд; дело;παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;
έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;
είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;
πιάνω δουλειά — поступить на работу;
απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;
δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;
σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;
δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;
ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;
αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;
καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;
εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;
είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;
τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;
πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;
τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;
τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;
2) дела, состояние дел;πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;
δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;
η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;
3) хлопоты, заботы, беспокойство;αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;
θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;
4) дело, предмет заботы;αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;
κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;
αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;
είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;
§ άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;
λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;
δουλειές με φούντες — гиблое дело;
βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;
εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;
χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;
ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;
τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;
η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится
-
3 γνώμη
I η1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;
ορθή γνώμη — правильное мнение;
ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;
αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;
λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;
έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;
δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;
έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;
έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;
κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;
συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;
είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;
είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;
συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;
τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;
2) см. γνωμάτευση;γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);
γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;
3) мысли; желания, намерения;4) согласие, одобрение;χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;
5) характер, нрав; натура;δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;
ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;
§ κοινή γνώμη — общественное мнение;
υποβαλλω γνώμη — предлагать
γνώμη2II η фольк, жена гнома
См. также в других словарях:
υπόθεση — η / ὑπόθεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποτίθημι] 1. αυτό που υποθέτει κανείς, που τό θεωρεί ως πραγματικό ή δεδομένο προκειμένου να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, εικασία (α. «δεν είμαι σίγουρος ότι θα έρθει, μια υπόθεση κάνω» β. «εἰ ὀρθὴ ἡ ὑπόθεσις ἦν»,… … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek